«Μια φορά κι έναν παλιό καιρό, σε
μια πολύ μακρινή χώρα, ζούσε ένας ιππότης που περνιόταν για καλός, ευγενικός
και στοργικός. Έκανε όλα αυτά που κάνουν οι καλοί, ευγενικοί και στοργικοί
ιππότες. Πολεμούσε, εχθρούς που ήταν κακοί, τρισάθλιοι, μοχθηροί...»
Αποσπάσματα από το βιβλίο:
…”Κανένα
μονοπάτι δεν πήρα” είπε ο ιππότης στο μάγο Μέρλιν. “Είχα χαθεί για μήνες!”
“Συνήθως οι
άνθρωποι δεν ξέρουν ποιο μονοπάτι είναι αυτό που έχουν πάρει” είπε ο Μέρλιν.
“Εννοείς οτι
το μονοπάτι ήταν εδώ , αλλά δεν μπορούσα να το δώ;”
“Ναι, και
μπορείς να γυρίσεις όπως ήρθες, αλλά αυτός ο δρόμος οδηγεί στην ατιμία, την
απληστία, το μίσος, τη ζήλεια, το φόβο και την άγνοια.”
“Θες να πεις
πως εγώ είμαι όλα αυτά τα πράγματα;” ρώτησε ο ιππότης με αγανάκτηση.
“Κατά
καιρούς, ναι: είσαι κάποια από αυτά τα πράγματα” παραδέχτηκε ατάραχα ο
Μέρλιν.
Κατόπιν ο
μάγος του έδειξε ένα άλλο μονοπάτι: ήταν πιο στενό απ’ το πρώτο και πολύ πιο
δύσβατο.
“Αντε να το
ανέβεις αυτό……”, παρατήρησε ο ιππότης.
Ο Μέρλιν
συμφώνησε με ένα νεύμα.
“Αυτό”, είπε, “είναι το μονοπάτι της Αλήθειας. Γίνεται
όλο και πιο απόκρημνο όσο πλησιάζεις στην κορυφή.”
Ο ιππότης
κοίταξε το ανηφορικό μονοπάτι, μα διόλου ενθουσιασμένος δεν έδειχνε. “Και τι θα
κερδίσω φτάνοντας στην κορυφή;”
“Γιατι δεν
ρωτάς τι θα χάσεις;” είπε ο Μέρλιν.
“Την πανοπλία σου!”………
“Την πανοπλία σου!”………
_______________________________________________
…..Ο ιππότης
κοίταξε μέσα στο περίεργο καθρέπτη και προς έκπληξη του, αντί για ένα ψηλέα με
θλιμμένα μάτια και μεγάλη μύτη, θωρακισμένο ως το λαιμό, είδε ένα γοητευτικό
άτομο, όλο ζωή, που τα μάτια του έλαμπαν από αγάπη και συμπόνια.
“Ποιός είναι
αυτός;” ρώτησε.
“Εσύ”
αποκρίθηκε η σκιουρίτσα.
“Αυτός ο
καθρέπτης είναι απάτη” είπε ο ιππότης.
“Δεν είμαι εγώ έτσι.”
“Δεν είμαι εγώ έτσι.”
“Βλέπεις τον
αληθινό σου εαυτό” εξήγησε ο Σαμ, “αυτόν που ζεί κάτω απο την πανοπλία σου.”
“Μα…” έκανε
ο ιππότης, κοιτάζοντας πιο βαθιά μέσα στο καθρέφτη, “αυτός ο άνθρωπος είναι……..
τέλειος!
Και το πρόσωπο του είναι γεμάτο ομορφιά και αθωότητα.”
Και το πρόσωπο του είναι γεμάτο ομορφιά και αθωότητα.”
“Είναι αυτο
που μπορείς να ξαναγίνεις.
Όμορφος, αθώος και τέλειος.”
Όμορφος, αθώος και τέλειος.”
“Αν αυτό
ήταν να γίνω απ’ την αρχή” είπε ο ιππότης, “τότε κάτι τρομερό θα συνέβει στην
πορεία.”
“Ναι”
απάντησε ο Σαμ, “και ξέρεις τι;
Έβαλες μια αόρατη πανοπλία ανάμεσα στον εαυτό σου και τα αληθινά σου συναισθήματα.
Κι αυτή η πανοπλία είναι εκει τόσον καιρό πια που έχει γίνει ορατή και μόνιμη.”…..
Έβαλες μια αόρατη πανοπλία ανάμεσα στον εαυτό σου και τα αληθινά σου συναισθήματα.
Κι αυτή η πανοπλία είναι εκει τόσον καιρό πια που έχει γίνει ορατή και μόνιμη.”…..
_____________________________________________
“Τι θα πει ‘φιλοδοξία από την καρδιά;”‘ ρώτησε ο ιππότης.
Η φιλοδοξία
που πηγάζει απ’ την καρδιά, είναι αγνή.
Κανέναν δεν ανταγωνίζεται και σε κανέναν κακό δεν κάνει.
Και μάλιστα, όταν χρησιμεύει σε κάποιον, την ίδια στιγμή χρησιμεύει και σ’ άλλους……
Κανέναν δεν ανταγωνίζεται και σε κανέναν κακό δεν κάνει.
Και μάλιστα, όταν χρησιμεύει σε κάποιον, την ίδια στιγμή χρησιμεύει και σ’ άλλους……
___________________________________________________
…….”Θυμήσου”,
είπε η Ρεβέκκα,
“Ότι ο δράκοντας (του φόβου και της αμφιβολίας) δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση.”
“Ότι ο δράκοντας (του φόβου και της αμφιβολίας) δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση.”
“Και η φωτιά
που έβγαλε από το στόμα του; Κι αυτό ψευδαίσθηση;”
“Τότε γιατί
κάθομαι σε αυτό το ποταμάκι μ’ έναν καμένο πισινό;” ρώτησε ο ιππότης.
“Γιατί από
τη στιγμή που πίστεψες ότι ο δράκοντας είναι αληθινός” πρόσθεσε η Σκιουρίτσα,
“του δίνεις τη δύναμη να κάψει το πισινό σου ή οτιδήποτε άλλο.”
___________________________
“Κοίτα….”
είπε ο Σάμ, προσπαθώντας να τον εμψυχώσει, “αν αντιμετωπίσεις το δράκοντα(του
φόβου και της αμφιβολίας), υπάρχει μια πιθανότητα να σε καταστρέψει.
Αν δεν τον αντιμετωπίσεις, θα σε καταστρέψει στα σίγουρα.”
Αν δεν τον αντιμετωπίσεις, θα σε καταστρέψει στα σίγουρα.”
ΔΕ ΘΑ ΜΑΘΩ Τ’ ΑΓΝΩΣΤΑ
http://www.lightworker.gr
Μιλώντας για τις «σκουριασμένες
πανοπλίες» μας που (νομίζουμε πως) μας προφυλάσσουν από τον πόνο τον οποίο μας
προξενούν οι άλλοι, ο Ρόμπερτ Φίσερ δμιουργεί μια ταξιδιωτική περιπέτεια που
οδηγεί τον αναγνώστη στο «γνώθι σαυτόν».
Γεμάτος χιούμορ,
Ο ιππότης με τη σκουριασμένη πανοπλία μας καλεί να ανακαλύψουμε τον ίδιο μας τον εαυτό, να ανασάνουμε βαθιά και να γελάσουμε.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο ιππότης με τη σκουριασμένη πανοπλία μας καλεί να ανακαλύψουμε τον ίδιο μας τον εαυτό, να ανασάνουμε βαθιά και να γελάσουμε.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Και πρώτα ας πούμε πως αυτό το μικρό σε μέγεθος βιβλίο που τόσο μας ενθουσίασε, είναι γραμμένο από τον Αμερικανό Ρόμπερτ Φίσερ.
Ο συγγραφέας είναι διάσημος για τις απολαυστικές κωμωδίες, που με επιτυχία ανέβασαν γνωστά θέατρα.
Εγραψε επίσης κείμενα για πολλούς ηθοποιούς, όπως ο Γκράουτσο Μαρξ, ο Μπομπ Χόουπ, η Λούσιλ Μπολ κ.ά.
Στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, σε πολυάριθμα σόου στο Μπρόντγουεϊ, παντού, το όνομά του ήταν εγγύηση ποιότητας.
Το μυθιστόρημά του «Ο ιππότης με τη σκουριασμένη πανοπλία» είναι γραμμένο σαν παραμύθι ή σαν ταξιδιωτική περιπέτεια, παρόμοια με αυτές που μας ξεσήκωναν παλαιότερα, όταν ακολουθούσαμε μαγεμένοι τα βήματα μοναχικών ιπποτών στην αναζήτηση του δίκαιου και του ωραίου, με σκοπό τη βοήθεια των αδικημένων, την τιμωρία των αδικητών.
Ταξίδια απολαυστικά.
Εξίσου απολαυστικό και το ταξίδι που
μας προσφέρει «Ο ιππότης με τη σκουριασμένη πανοπλία».
Μόνο που, πέρα από την τέρψη, ο ιππότης αυτός μας χαρίζει το μεγάλο δώρο της βαθιάς σκέψης, του διαλογισμού.
Μόνο που, πέρα από την τέρψη, ο ιππότης αυτός μας χαρίζει το μεγάλο δώρο της βαθιάς σκέψης, του διαλογισμού.
Διότι ετούτες οι περιπέτειες είναι, κυρίως, ψυχής.
Καθώς ο ήρωάς μας εδώ την ελευθερία του αναζητεί.
Τον εαυτό του, που αθόρυβα, ανεπαίσθητα βυθιζόταν όλο και βαθύτερα, πιεζόμενος από αυτήν την αστραφτερή πανοπλία, για την οποία ήταν κοσμοξάκουστος ο κάτοχός της.
Αλήθεια. «...Το φως που απαύγαζε η πανοπλία ήταν τόσο δυνατό, ώστε οι χωριάτες έπαιρναν όρκο πως είχαν δει τον ήλιο ν ανατέλλει από το Βορρά ή να βασιλεύει στην Ανατολή, κάθε φορά που ο ιππότης μας κινούσε για τη μάχη...».
Αλλά ήρθε καιρός που και μάχες να μην έδινε ο ιππότης, δεν εννοούσε να αποχωριστεί την πανοπλία.
Τη γυάλιζε, τη δοκίμαζε, τη φορούσε στο τραπέζι, στο κρεβάτι, τέλος πάντων οπουδήποτε, έτσι που σιγά σιγά η γυναίκα του και ο γιος του ξέχασαν πώς ήταν χωρίς την πανοπλία.
«Να ο πατέρας σου», έλεγε η γυναίκα στο αγοράκι, δείχνοντάς του μια προσωπογραφία του ιππότη.
Ώσπου κάποτε κι εμπρός στο φόβο να τον εγκαταλείψουν η ποιήτρια γυναίκα του και ο χρυσομάλλης γιος του Κρίστοφερ, που τους υπεραγαπούσε, αποφάσισε να βγάλει την πανοπλία.
Δυστυχώς, όμως, η πανοπλία είχε κολλήσει πάνω του, είχε γίνει ένα με τη σάρκα του.
Απευθύνθηκε στο σιδερά.
Πάλεψαν μέρες, χωρίς επιτυχία, έπειτα απευθύνθηκε παντού μέσα στην επαρχία, αλλά κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει κι εξάλλου, η γυναίκα του ήταν ανυποχώρητη.
«Ο γιος σου δεν έχει πατέρα, αλλά μια ζωγραφιά κι εγώ κουράστηκα να μιλάω σε μια κλειστή προσωπίδα».
Μόνον ένας γελωτοποιός τού έδωσε μια καλή συμβουλή: «Φεύγα να βρεις το μάγο Μέρλιν στο δάσος του. Θα σε βοηθήσει».
Και πρόσθεσε:
«Όλοι, μαθές, φτωχοί ή κονομημένοι, σε πανοπλία είμαστε κλεισμένοι... Αμα σου φύγει η πανοπλία μόνο, θα νιώσεις και των αλλωνών τον πόνο...».
Καθώς ο ήρωάς μας εδώ την ελευθερία του αναζητεί.
Τον εαυτό του, που αθόρυβα, ανεπαίσθητα βυθιζόταν όλο και βαθύτερα, πιεζόμενος από αυτήν την αστραφτερή πανοπλία, για την οποία ήταν κοσμοξάκουστος ο κάτοχός της.
Αλήθεια. «...Το φως που απαύγαζε η πανοπλία ήταν τόσο δυνατό, ώστε οι χωριάτες έπαιρναν όρκο πως είχαν δει τον ήλιο ν ανατέλλει από το Βορρά ή να βασιλεύει στην Ανατολή, κάθε φορά που ο ιππότης μας κινούσε για τη μάχη...».
Αλλά ήρθε καιρός που και μάχες να μην έδινε ο ιππότης, δεν εννοούσε να αποχωριστεί την πανοπλία.
Τη γυάλιζε, τη δοκίμαζε, τη φορούσε στο τραπέζι, στο κρεβάτι, τέλος πάντων οπουδήποτε, έτσι που σιγά σιγά η γυναίκα του και ο γιος του ξέχασαν πώς ήταν χωρίς την πανοπλία.
«Να ο πατέρας σου», έλεγε η γυναίκα στο αγοράκι, δείχνοντάς του μια προσωπογραφία του ιππότη.
Ώσπου κάποτε κι εμπρός στο φόβο να τον εγκαταλείψουν η ποιήτρια γυναίκα του και ο χρυσομάλλης γιος του Κρίστοφερ, που τους υπεραγαπούσε, αποφάσισε να βγάλει την πανοπλία.
Δυστυχώς, όμως, η πανοπλία είχε κολλήσει πάνω του, είχε γίνει ένα με τη σάρκα του.
Απευθύνθηκε στο σιδερά.
Πάλεψαν μέρες, χωρίς επιτυχία, έπειτα απευθύνθηκε παντού μέσα στην επαρχία, αλλά κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει κι εξάλλου, η γυναίκα του ήταν ανυποχώρητη.
«Ο γιος σου δεν έχει πατέρα, αλλά μια ζωγραφιά κι εγώ κουράστηκα να μιλάω σε μια κλειστή προσωπίδα».
Μόνον ένας γελωτοποιός τού έδωσε μια καλή συμβουλή: «Φεύγα να βρεις το μάγο Μέρλιν στο δάσος του. Θα σε βοηθήσει».
Και πρόσθεσε:
«Όλοι, μαθές, φτωχοί ή κονομημένοι, σε πανοπλία είμαστε κλεισμένοι... Αμα σου φύγει η πανοπλία μόνο, θα νιώσεις και των αλλωνών τον πόνο...».
Από εκεί ξεκινά το ταξίδι του ιππότη.
Ταξίδι μακρινό.
Και παιδεμένο.
Αλλά και σωτήριο.
Πόνοι και δοκιμασίες, κίνδυνοι και φόβοι, νοσταλγία, μετανιωμός, παραιτήσεις και απωθήσεις, λαχτάρες, μοναξιές, κούραση και αγωνία, τέλος, τα δάκρυα.
Αυτά ήταν τα κλειδιά για να ανοίξει και τελικώς να λιώσει η πανοπλία.
Κι έπειτα, χαμογέλασε.
Και αισθάνθηκε ποταμός και αεράκι και φεγγάρι και ήλιος.
Αισθάνθηκε ελεύθερος.
Και ότι ανήκε πια σε όλα και σε όλους.
Η σκουριασμένη πανοπλία είναι ασφαλώς ο φόβος μας του πόνου, η άρνηση να αγαπήσουμε, να δοθούμε, να δεθούμε, είναι οι προσπάθειές μας να κρατηθούμε μακριά απ ό,τι νομίζουμε πως θα μας πληγώσει, η απόφαση να συμπιέσουμε αισθήματα, να αποφύγουμε σχέσεις, λησμονώντας ότι η ζωή είναι όλα αυτά κι άλλα ακόμη, πολύτιμα και μοναδικά, είναι και ευτυχία, είναι και γέλιο συντροφικό, και συμμετοχή, είναι και «ο ίλιγγος και η μαγεία τού να βλέπεις, ν ακούς και να αισθάνεσαι γύρω σου...».
«Ο ιππότης με τη σκουριασμένη πανοπλία», μας λέει ο Ρόμπερτ Φίσερ, μας καλεί να γνωρίσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό, να ανασάνουμε, να ελευθερωθούμε, να γελάσουμε πλατιά, ανοιχτόκαρδα.
Ότι το γέλιο κυριαρχεί σε όλο το βιβλίο, το φίνο και ασύλληπτο χιούμορ, η ευφορία και η καθαρότητα του λόγου, το απρόβλεπτο, το ανατρεπτικό, ο αναγνώστης θα το διαπιστώσει από την πρώτη σελίδα. Όπως θα εκτιμήσει και τη μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη.
Για νέους. Ασφαλώς και για ενηλίκους.
ΕΛΕΝΗ ΣΑΡΑΝΤΙΤΗ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 10/05/2002
http://youtu.be/bnj1743SlcA
Ήταν ένα απόσπασμα από το βιβλίο: "Ο ιππότης με τη σκουριασμένη πανοπλία", του Ρόμπερτ Φίσερ.
Ένα μυθιστόρημα γραμμένο σαν παραμύθι, που μιλά κατευθείαν στην καρδιά όσων αποζητούν ένα βαθύτερο νόημα στη ζωή τους` μια απάντηση και μια διέξοδος στους φόβους, τις αγωνίες και τη μοναξιά μας.
Μιλώντας για τις "σκουριασμένες πανοπλιές" μας που (νομίζουμε πως) μας προστατεύουν από τον πόνο τον οποίο μας προξενούν οι άλλοι, ο Ρόμπερτ Φίσερ δημιουργεί μια ταξιδιωτική περιπέτεια που οδηγεί τον αναγνώστη στο "γνώθι σαυτόν".
Καθένας μας έχει τύχει να φορέσει σε κάποιες
περιστάσεις την πανοπλία του.
Άλλοι την φορούν συνέχεια χωρίς να αντέχουν
ελαφρότερη ενδυμασία.
Η πανοπλία μας κρατά μακριά από τα αληθινά μας
συναισθήματα.
Η πανοπλία μας αποξενώνει από σημαντικά πρόσωπα στη
ζωή μας.
Όταν αντιληφθούμε πόσο καιρό μας
"προστατεύει", δεν χρειάζεται να βιαστούμε να την βγάλουμε.
Το γδύσιμο είναι μια διαδικασία που χρειάζεται επαρκή χρόνο, αποφασιστικότητα και τόλμη.
Έτσι θα μάθουμε να επιλέγουμε τα κατάλληλα ρούχα κρίνοντας κάθε φορά την περίσταση, τη διάθεσή μας και τις ανάγκες μας.
Το γδύσιμο είναι μια διαδικασία που χρειάζεται επαρκή χρόνο, αποφασιστικότητα και τόλμη.
Έτσι θα μάθουμε να επιλέγουμε τα κατάλληλα ρούχα κρίνοντας κάθε φορά την περίσταση, τη διάθεσή μας και τις ανάγκες μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου