Σήμερα 22-02-2020, ημέρα των ψυχών και μετά από 28 χρόνια, που έχει φύγει η μητέρα μου, αποφάσισα να
δημοσιεύσω την δική μου ιστορία αφύπνισης.
Μια Ιστορία Αφύπνισης.
Η μητέρα μου ήταν διορατική.
Σε ηλικία πέντε ετών αρρώστησε βαριά από τύφο, με αποτέλεσμα λίγους
μήνες μετά να διαγνώσει ο αδελφός της, που ήταν γιατρός τον θάνατο.
Όμως στην πραγματικότητα είχε επιθανάτια εμπειρία,νεκροφάνεια.
Θυμάμαι ακόμα να διηγείται την ιστορία, το πώς βγήκε από το σώμα
της και ανέβηκε ψηλά.
Έβλεπε όλα όσα γίνονταν κάτω, έβλεπε τις αδελφές της και τους ανθρώπους
που είχαν τρέξει εκεί για να την φροντίσουν, είδε που την έπλυναν και την έντυσαν.
Της φόρεσαν ένα όμορφο άσπρο φόρεμα και της έβαλαν λουλούδια στο
κεφάλι, όλα αυτά τα περιέγραψε σαν να τα έβλεπε από ψηλά.
Τώρα πια δεν πονούσε ούτε ένιωθε περιορισμένη, μπορούσε να είναι
και εκεί και αλλού.
Μπορούσε να είναι στο ταβάνι και να βλέπει τι γίνεται στο δωμάτιο.
Μπορούσε να βλέπει τη μητέρα της, που μόλις το έμαθε έτρεχε σαν τρελή
να φτάσει στο σπίτι, κλαίγοντας και φωνάζοντας και ταυτόχρονα ήταν σ ένα μεγάλο
κήπο, όμορφο, λαμπερό, γεμάτο με χρώματα, με λουλούδια, με ήχους από πουλιά και
νερά να τρέχουν, και παιδιά πολλά παιδιά σαν αγγελούδια.
Ήταν σαν τα παιδιά που είναι στην εκκλησία και βγάζουν τα εξαπτέρυγα,
ψέλνοντας και τραγουδώντας.
Είναι δύο σειρές, μια σειρά από αγόρια και μπροστά είναι ο Βαγγελάκης
και μια σειρά από κορίτσια, που οδηγεί η Βαγγελίτσα, τα δίδυμα αδέλφια της, που
είχαν πεθάνει ένα χρόνο πριν.
Ήταν ντυμένα όλα με άσπρα φωτεινά ρούχα, και χαρούμενα, φώναζαν.
«Έλα Κωστούλα, έλα κοντά μας, έλα να παίξουμε μαζί, έλα να τραγουδήσουμε,
είναι πολύ ωραία εδώ που είμαστε όπως κι εσύ δε πονάμε πια και είμαστε χαρούμενα,
έλα Κωστούλα.»
Από την μία ήθελε να πάει μαζί τους κι από την άλλη κοιτούσε την
μητέρα της που έκλαιγε και φώναζε.
«Λυπήσουμε Θεέ μου, μην μου πάρεις ακόμα ένα
παιδί, λυπήσουμε.»
Γύρισε και είπε στα αδέλφια της, «δεν μπορώ να έρθω μαζί σας γιατί
η μαμά κλαίει. Έκλαιγε πολύ όταν φύγατε και θα κλαίει πιο πολύ όταν φύγω και εγώ
και πρέπει να γυρίσω» και με μία ξαναβρέθηκε μέσα στο σώμα της.
Αυτήν την ιστορία την είχα ακούσει τόσες πολλές φορές, από την μια
στεναχωριόμουν για τα παιδάκια που είχαν πεθάνει, για την γιαγιά που έκλαιγε, από
την άλλη δεν πίστευα αυτό που έλεγε η μητέρα μου, δεν μπορεί να πέθανε και να ξαναγύρισε.
Της έλεγα το φαντάστηκες, δεν είναι αλήθεια και μου έλεγε είναι γιατί
το έζησα.
Μπορείς να ρωτήσεις τις μεγαλύτερες αδελφές μου να σου πουν, έφυγα
και ξαναγύρισα γι΄ αυτό και δε φοβάμαι το θάνατο, δεν υπάρχει θάνατος.
Εγώ δεν πίστευα σε αυτά, είχαμε συνέχεια διαφωνία με την μητέρα μου
πάνω σε αυτό το θέμα.
Ο δικός μου σκεπτικιστής νους αδυνατούσε να πιστέψει κάτι που δεν
μπορεί να αποδειχτεί, κάνεις δεν έχει αποδείξει αυτά πως μπορώ να τα πιστέψω και
μου έλεγε η μητέρα μου θα σου το αποδείξω εγώ.
Πως θα μου το αποδείξεις, της έλεγα, δεν μπορείς, μπορώ μου απαντούσε,
μπορώ και θα το δεις.
Πριν από 23 χρόνια, μετά από μάχη με τον καρκίνο, η μητέρα μου επιτέλους
έφτασε στον παράδεισο.
Κάθε φορά μας έλεγε πόσο ωραία ήταν εκεί και πόσο ήθελε να ξαναπάει
και φυσικά μου απέδειξε όλα αυτά που έλεγε.
Την ημέρα που ήταν να φύγει, το βράδυ έμεινα στο νοσοκομείο, μια
και οι γιατροί μας είχαν ανακοινώσει ότι το τέλος είναι πολύ κοντά.
Παρόλο που φοβόμουν πάρα πολύ να αντιμετωπίσω τον θάνατο, δεν μπορούσα
να φύγω και να γυρίσω στο σπίτι ήθελα να είμαι εκεί.
Γύρω στις 3 τα ξημερώματα, είχα καθίσει σε μια καρέκλα και είχα απλώσει
τα πόδια μου να ξεκουραστώ.
Και τότε το είδα, είμαι σίγουρη ότι δεν ήταν όνειρο,
όραμα θα το έλεγα.
Είδα έναν νέο άντρα, να αιωρείται πάνω από το κρεβάτι της μητέρα
μου.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά το πρόσωπο του, τα ρούχα που φορούσε, τα μαλλιά
του και τον άκουσα να λέει
«Κωστούλα, έλα είναι η μέρα του γάμου μας, σήμερα θα
παντρευτούμε, αρκετά περιμέναμε τόσα χρόνια».
Μέσα από το σώμα που ήταν ξαπλωμένο στο κρεβάτι, είδα όπως στις ταινίες
να βγαίνει ένα νεανικό αέρινο, λεπτό σώμα μιας όμορφης γυναίκας με μακριά μαλλιά,
φορώντας ένα όμορφο λουλουδάτο φόρεμα.
Του άπλωσε και τα δυο της χέρια και φύγανε μαζί.
Αυτό ήταν, πετάχτηκα, το μοιράστηκα με την αδελφή μου, η απάντηση
της ήταν η μαμά θα πεθάνει, της απάντησα ότι ήδη το γνωρίζαμε, μας το είπε ο γιατρός.
Της είπα, ήρθε ο άγγελος να την πάρει.
Η αδελφή μου, μου είπε, δεν ήταν ο άγγελος, ήταν ο Νίκος.
Ποιος είναι ο Νίκος της λέω, μου απάντησε πως ήταν ο άντρας που η
μητέρα μας αγαπούσε πριν παντρευτεί τον πατέρα, αυτός που αρνήθηκε ο παππούς να
της επιτρέψει να τον παντρευτεί.
Χαμογέλασα με μισό στόμα, μια και δεν πίστεψα τα λόγια της αδελφής
μου, σιγά μην έρθει να την πάρει πως θα έρθει της είπα.
Μου απάντησε, ότι αυτός έχει ήδη πεθάνει λίγα χρόνια πριν.
Όταν ξημέρωσε κατέβηκα κάτω να πάρω ένα γάλα, ήταν 22 Φεβρουαρίου
1992, έξω χιόνιζε.
Στον Πειραιά είχαν αρχίσει να πέφτουν οι πρώτες νιφάδες χιονιού.
Είναι τόσο ήσυχα όταν χιονίζει, μια απόλυτη ησυχία για να ακούς τον
ήχο από τις νιφάδες που πέφτουν.
Όταν επέστρεψα στο δωμάτιο η αδελφή μου, μου ανακοίνωσε ότι η μητέρα
μου είχε ήδη φύγει.
Φύγαμε για το πατρικό μας σπίτι, για να πάρουμε τα πράγματα της.
Στον δρόμο συνέχιζε να χιονίζει και φτάνοντας εκεί που ξεκινάει μια
απότομη ανηφόρα, για να φτάσουμε στο σπίτι, η ολισθηρότητα του δρόμου δεν μας άφησε
να ανέβουμε.
Αφήσαμε το αυτοκίνητο και πήγαμε με τα πόδια.
Αυτά τα διακόσια μέτρα που περπατήσαμε ως το σπίτι, ήταν μια συγκλονιστική
εμπειρία για μένα.
Είχα την αίσθηση της διευρυμένης συνειδητότητας, ένιωθα μια ιδιαίτερη
ευφορία καθώς περπατούσα πάνω στο χιόνι, ένιωθα ότι πηγαίνω σε γάμο και αναρωτιόμουν
τι μου συμβαίνει;
Δεν είναι καθόλου φυσιολογικό να νιώθω έτσι, τόσο χαρούμενη, λυπημένη
θα έπρεπε να νιώθω, τι ντροπή, μόλις πέθανε η μητέρα μου, τι είναι αυτό που μου
συμβαίνει, σκεφτόμουν.
Αυτή η περίεργη αίσθηση κράτησε σχεδόν ολόκληρη την ημέρα.
Η μέρα που έφυγε ήταν Σάββατο και στην Αθήνα δε θα μπορούσε να γίνει
η τελετή του ενταφιασμού πριν από την Δευτέρα.
Η μητέρα μου όσο ζούσε, είχε εκφράσει την επιθυμία της να ενταφιαστεί
στην γενέτειρα της.
Όμως ο οικογενειακός τάφος, ήταν σε ένα άλλο μέρος στο βουνό.
Η πρόσβαση εκεί όμως ήταν αδύνατη, λόγω του χιονιού και έτσι οδηγηθήκαμε στην γενέτειρα
της, όπου εκεί με περίμενε μια έκπληξη.
Όταν μπήκε η πομπή μέσα στο κοιμητήριο, ο πρώτος τάφος που είδα ήταν
μια φωτογραφία το πρόσωπο της φωτογραφίας ήταν το ίδιο με το πρόσωπο που είδα στο
όραμα και διαβάζοντας το όνομα ήταν το όνομα του.
Συνειδητοποίησα ότι όσα μου έλεγε η μητέρα μου όλα αυτά τα χρόνια,
δεν ήταν της φαντασίας της, ήταν η επιβεβαίωση όλων αυτών.
Έτσι ξεκίνησε η έρευνα μου και το ταξίδι σε μια καινούργια, υπέροχη
και γεμάτη εκπλήξεις νέα πραγματικότητα.
Απόσπασμα από το
βιβλίο
Στους Δρόμους των Αγγέλων
Στους Δρόμους των Αγγέλων